- ῥηγεύς
- ῥηγεύς, έως, ὁ, ([etym.] ῥῆγος)A dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥηγεύς — dyer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηγεύς — και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, έως, ὁ, Α βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ τού ῥέζω*(ΙΙ) «βάφω» (< *ῥέγ jω) με επίθημα εύς (πρβλ. παγ εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ.… … Dictionary of Greek
ῥηγεῖς — ῥηγεύς dyer masc acc pl ῥηγεύς dyer masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραγεύς — ὁ, Α βλ. ῥηγεύς … Dictionary of Greek
ρεγεύς — έως, ὁ, Α βλ. ῥηγεύς … Dictionary of Greek
ρογεύς — ὁ, Α βλ. ῥηγεύς … Dictionary of Greek